- έλλογος, -η
- -ο επίρρ. -α1. που έχει λογικό.2. λογικός, συνετός, φρόνιμος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἔλλογος — endowed with reason masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έλλογος — η, ο (AM ἔλλογος, ον) (για πράξη κ.λπ.) αυτός που γίνεται με σκέψη, με λογική νεοελλ. συνετός, φρόνιμος αρχ. μσν. λογικός … Dictionary of Greek
ἐλλόγως — ἔλλογος endowed with reason adverbial ἔλλογος endowed with reason masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔλλογον — ἔλλογος endowed with reason masc/fem acc sg ἔλλογος endowed with reason neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλλόγου — ἔλλογος endowed with reason masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλλόγους — ἔλλογος endowed with reason masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλλόγων — ἔλλογος endowed with reason masc/fem/neut gen pl ἐλλογάω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἐλλογάω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔλλογα — ἔλλογος endowed with reason neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔλλογοι — ἔλλογος endowed with reason masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λογος — (AM λογος) β συνθετικό πολλών προπαροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, στα οποία ο λόγος, με τη σημασία τής ομιλίας, επέχει θέση αντικειμένου τού α συνθετικού, που είναι ρήμα (φιλόλογος «φιλώ τον λόγο», δωσίλογος… … Dictionary of Greek